Η ικανότητα και αποτελεσματικότητα
ενός ατόμου στη λύση προβλημάτων επηρρεάζεται , εκτός από τους γενικούς
παράγοντες νοημοσύνης του, και από παράγοντες που έχουν σχέση με την
προϋπάρχουσα γνώση και πείρα του ατόμου.
Δεν
υπάρχει αμφιβολία ότι τα άτομα που έχουν περισσότερες γνώσεις είναι
πολύ πιθανόν να παρουσιάζουν μεγαλύτερη ευχέρεια και αποτελεσματικότητα
στη λύση προβημάτων. Η γνώση αυτή δεν είναι απλώς περισσότερη για τα
συγκεκριμένα θέματα , αλλά και καλύτερα οργανωμένη στη μνήμη, με
αποτέλεσμα τα άτομα να εντοπίζουν ευχερέστερα τα στοιχεία εκείνα του
προβλήματος που μπορούν να οδηγήσουν στη λύση του.
Η διαδικασία με την οποία συσχετίζουμε την προϋπάρχουσα γνώση σε νέες καταστάσεις χαρακτηρίζεται ως "μεταβίβαση"(transfer).
H επιτυχία της μεταβίβασης αυτής είναι συνάρτηση των ομοίων στοιχείων
που υπάρχουν μεταξύ της αποκτημένης γνώσης και της νέας κατάστασης του
προβλήματος που έχουμε να λύσουμε.
Όμως , ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία
ότι η προϋπάρχουσα γνώση κατά κανόνα διευκολύνει τη λύση προβλημάτων ,
είναι πιθανόν να αποτελεί ταυτόχρονα και ανασταλτικό παράγοντα. Αυτό
οφείλεται στο ότι η εμπειρία μας για παράδειγμα στη χρήση αντικειμένων ,
περιορίζει τη δυνατότητα αξιοποιήσής τους για άλλο σκοπό. Το
συγκεκριμένο πρόβλημα έχει ονομαστεί "λειτουργική προσκόλληση" και έχει
αποδειχθεί στην κλασική μελέτη του Maier.
Σε αυτήν την μελέτη το άτομο
βρισκόταν σε ένα δωμάτιο και σκοπός του ήταν να δέσει δύο σχοινιά που
κρέμονταν από την οροφή του δωματίου.
Όμως
η απόσταση μεταξύ των σχοινιών ήταν τόσο μεγάλη που ήταν αδύνατο στο
άτομο να τα πιάσει ταυτόχρονα. Εκτός των σχοινιών στο δωμάτιο υπήρχαν
και άλλα αντικείμενα μεταξύ των οποίων μια καρέκλα και μια τανάλια.
Τα
περισσότερα άτομα προσπαθώντας να λύσουν το πρόβλημα χρησιμοποίησαν
διάφορες μεθόδους (όπως ανέβηκαν στην καρέκλα) , χωρίς αποτέλεσμα.
Για να λυθεί το πρόβλημα
έπρεπε η τανάλια να δεθεί στο ένα σχοινί και να αφαιθεί να αιωρείται ως
εκκρεμές. Ταυτόχρονα, κρατώντας το άλλο σχοινί θα μπορούσε να πιάσει το
σχοινί με την κρεμασμένη τανάλια και έτσι να τα δέσει μεταξύ τους.
Το ζήτημα αυτό θα πρέπει να
βρίσκεται στο μυαλό των μαθητών όταν καλούνται να αντιμετωπίσουν ένα
πρόβλημα(όχι απαραίτητα μαθηματικό). Οι γνώσεις και η εμπειρία τους από
παρόμοια προβλήματα θα πρέπει να μεθοδεύει τις όποιες προσπάθειες για
λύση του , χωρίς όμως να περιορίζουν τη φαντασία τους. Μην ξεχνάμε ότι
κινητήρια δύναμη όλων των επιστημών (και πόσο μάλλον των μαθηματικών)
είναι η φαντασία και όχι η λογική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου