Τα
Μαθηματικά, ως Επιστήμη,
Βρήκαν τον
Ασφαλή τους Δρόμο στον Αξιοθαύμαστο Λαό των Ελλήνων
Kant, Kritik der reinen Vernuft, 1787
Ερευνώντας το παρελθόν και αναλύοντας
ένα προς ένα τα διαδοχικά στάδια από τα οποία πέρασε εξελισσόμενη η Μαθηματική
Επιστήμη, από τον παλαιολιθικό άνθρωπο μέχρι σήμερα, διαπιστώνουμε ότι τα
Μαθηματικά υπήρξαν μια από τις κύριες δυνάμεις του πολιτισμού. Η εξελικτική
τους πορεία αντανακλά τον πολιτισμό, τις προόδους του αλλά και τις
οπισθοδρομήσεις, γιατί, έστω και αν έχουν τη φήμη ότι είναι αφηρημένη επιστήμη,
δεν εξελίχθηκαν στο κενό. Προόδευσαν σε στενή σχέση με την οικονομική ζωή, τα
τεχνολογικά επιτεύγματα και όλες τις άλλες επιστήμες. Οι απαρχές τους, όπως
έχουν αναγνωρίσει οι ιστορικοί, βρίσκονται βαθιά ριζωμένες στις ανάγκες των πολιτισμών
που τα υιοθέτησαν1.
2. Τα προελληνικά Μαθηματικά
Οι λαοί που ασχολήθηκαν με τα
Μαθηματικά την προελληνική περίοδο ήταν οι Αιγύπτιοι και οι Βαβυλώνιοι, οι
Ινδοί, οι Κινέζοι, οι Φοίνικες, οι Εβραίοι και οι Κρήτες της Μινωικής περιόδου.
Λαοί δηλαδή που κατοικούσαν σε περιοχές όπου υπήρχαν μεγάλα ποτάμια ή που ήσαν
ικανοί έμποροι. Οι μαθηματικές γνώσεις των λαών αυτών είναι συνδεδεμένες με τη
γενικότερη κοινωνική, πολιτικοοικονομική και πολιτιστική ανάπτυξή τους2.
Η
Γνώση την περίοδο αυτή παρέμενε αποκλειστικό φαινόμενο της ιθύνουσας τάξης. Ο
βασιλιάς και το ιερατείο, οι οποίοι επέβαλαν την πολιτική ιδεολογία και
κοσμοθεωρία, ρύθμιζαν τα πάντα, ακόμα και την Αριθμητική και τη Γεωμετρία. Τα
Μαθηματικά ως Γνώση εκφράζουν την όψη της εξουσίας, αφού είναι στην κατοχή
της. Αποτελούν μοναδικό προνόμιο της κυρίαρχης τάξης και μάλιστα του
ιερατείου, το οποίο μονοπωλούσε τη μάθηση σε όλους τους τομείς και τη
χρησιμοποιούσε για δικούς του σκοπούς.
Τα
Μαθηματικά που αναπτύχθηκαν από τους λαούς αυτούς, αν και στερούνται
θεωρητικού χαρακτήρα, αποτελούν μια σημαντική απόδειξη για τον τρόπο που
σκέφτονταν οι άνθρωποι εκείνα τα συγκεκριμένα χρόνια. Είναι μια συλλογή από
εμπειρικές μεθόδους με κύριο σκοπό να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των λαών αυτών
όπως το εμπόριο, τη γεωργία, τη μηχανική κτλ. Η κατασκευή, η χρηματοδότηση και
η διεύθυνση έργων (αρδευτικών, αποχετευτικών κτλ.), η ανάγκη για ένα
ομοιόμορφο σύστημα στο εμπόριο και για ένα εύχρηστο ημερολόγιο, σύμφωνα με το
οποίο οι γεωργοί προετοίμαζαν τις γεωργικές τους εργασίες, τη σπορά και τη
συγκομιδή, η κατασκευή ναών και πυραμίδων και μεγαλοπρεπών οικοδομημάτων ήταν
σπουδαίοι παράγοντες για την ανάπτυξη των Μαθηματικών3.
3. Από το «μύθο» στον «ορθό λόγο»
Μετά την παρακμή των ανατολικών
κρατών αυτής της θεοκρατικής δομής, δημιουργείται ένας νέος πολιτισμός, ο
αρχαίος ελληνικός πολιτισμός.
Το
θαυμαστό στην ελληνική κοινωνία, βρίσκεται ακριβώς σ’ εκείνον τον περίεργο
τρόπο με τον οποίο η αρχαία ελληνική πραγματικότητα απέβαλε το μυθικό της
ένδυμα μεταβαίνοντας από το προ-λογικό στάδιο της ύπαρξής της, αυτό του Μύθου,
σε εκείνο του Λόγου που βέβαια ήταν απόλυτα συσχετισμένο με τις
κοινωνικοπολιτικές διεργασίες των Ιωνικών παραλίων. Η ανερχόμενη αστική τάξη
ήταν το κύριο αίτιο της αλλαγής αυτής. Μέσα από τις «ανταλλαγές» των ναυτικών
και των εμπόρων της, ήρθαν στην Ιωνία, κυρίως, όχι μόνο πολλαπλά μηνύματα από
διαφορετικές χώρες, αλλά αμφισβητήθηκε εξαιτίας της ενισχυμένης οικονομικής της
θέσης και η παραδοσιακή εξουσία. Η δημοκρατία που απαιτούσε την ανταλλαγή
απόψεων, κλόνισε την αυθεντία. Στις πολυάριθμες πολιτικές διεργασίες ο πολίτης
εκφράζει προσωπικές θέσεις και τούτο είναι βασικός συντελεστής κατάκτησης του
δρόμου για την αλήθεια μέσα από αμφισβητήσεις θεωρητικού αλλά και πρακτικού
τύπου. Τέλος, η άνθηση της λυρικής ποίησης, που απαιτεί οικειότερη σχέση με το
Θείο αλλά και άλλες προσωπικές συναισθηματικές εκμυστηρεύσεις, ανοίγουν το
δρόμο για την υπέρβαση του Μύθου και την είσοδο στο Λογικό στάδιο της
ανθρωπότητας που απόλυτα εκπροσωπείται σ’ αυτό το πρώτο του στάδιο από το
περίφημο ελληνικό πνεύμα.
Εδώ
θα πρέπει ιδιαίτερα να τονισθεί ότι στην πρώτη γενεσιουργό αυτή φάση του
πνεύματος η Γνώση ήταν καθολική, η Φιλοσοφία δηλαδή και η Επιστήμη ήταν
αδιάσπαστα δεμένες. Οι πρώτοι φιλόσοφοι ήταν και οι πρώτοι επιστήμονες. Φυσικά
η αποδοχή που είχαν από τον κόσμο δεν είναι τυχαία, παρόλο που οι φιλοσοφικές
και επιστημονικές προτάσεις θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν «ασεβείς», αφού
παραβίαζαν τις τότε θρησκευτικές παραδοχές.
Ο
Μύθος εκείνης της εποχής ήταν και το θεολογικό της σύστημα. Οι θεοί των αρχαίων
Ελλήνων – αντίθετα με τους θεούς των προηγούμενων ανατολικών λαών – ήταν
πλασμένοι με «μέτρα ανθρώπινα», με όλες δηλαδή τις αδυναμίες και τις ελλείψεις
της ανθρώπινης φύσης. Έπεφταν στα ίδια σφάλματα με τους θνητούς, ήταν σχεδόν
τρωτοί όπως αυτοί, όπως καταφαίνεται από την Ιλιάδα και τους πληγωμένους θεούς
του Τρωικού πολέμου και μάλιστα από χέρι ανθρώπων, άρα ήταν εύκολο σχετικά να
τους προσπεράσει η ελληνική κοινωνία. Η ίδια η ελαστικότητα του Μύθου το
επέτρεπε. Άλλωστε το θεολογικό σύστημα, δηλαδή ο Μύθος των αρχαίων Ελλήνων,
δεν έδινε υπαρξιακή δικαίωση στον άνθρωπο. Η μεταφυσική κάλυψη που τα άλλα μυθολογικά
συστήματα πρόσφεραν, απουσίαζε από την ελληνική πραγματικότητα. Η ψυχή του
αρχαίου Έλληνα στον «εδώ κόσμο» ήταν φυλακισμένη στο σώμα, αλλά και στον Άδη
«σκιάς όναρ» ο άνθρωπος, άσαρκο είδωλο περιφερόταν στο σκότος, χωρίς διέξοδο.
Αυτό το «αναπόδραστον» του ελληνικού Μύθου ήταν ίσως η κυριότερη αιτία για τη
μετάβαση από το Μύθο στη Φιλοσοφία και στην Επιστήμη.
Ο
διακεκριμένος Γάλλος ιστορικός Αρνό Ρεϋμόν έγραψε: «Σε σύγκριση με τις
εμπειρικές και σκόρπιες γνώσεις που οι λαοί της Ανατολής συγκέντρωσαν με τη
δουλειά τους στη διάρκεια πολλών αιώνων, η ελληνική επιστήμη είναι ένα θαύμα.
Εδώ για πρώτη φορά η ανθρώπινη σκέψη κατανόησε ότι πρέπει να καθορίσει έναν
αριθμό γενικών αρχών και να βγάλει απ’ αυτές ορισμένες αλήθειες που είναι τ’
αναγκαίο αποτέλεσμά τους»4.
Αν
δεχτούμε την άποψη αυτή – δηλαδή ότι η επιστήμη είναι λογικά συνυφασμένη με το
σύνολο των γνώσεων που πηγάζουν από έναν καθορισμένο αριθμό γενικών αρχών –
τότε θα συμφωνήσουμε ότι «οι Έλληνες δημιούργησαν αυτό το ιδεώδες και οδήγησαν
στο βαθμό της τελειότητας κάποιους κλάδους της επιστήμης»5.
4. Η θεμελίωση της Μαθηματικής Επιστήμης στην κλασική και ελληνιστική
περίοδο
Η δημιουργία καθαρής επιστήμης και η
θεμελίωση των Μαθηματικών είναι αποκλειστικά έργο των αρχαίων Ελλήνων. Η μορφή
τους που πέρασε από την πρακτική εμπειρική φόρμα σ’ αυτήν της θεωρίας, έγινε η
αφορμή μάλιστα να κατηγορηθούν οι Έλληνες εκπρόσωποι του είδους, αφού η
μαθηματική τους δομή δεν είχε άμεσες εφαρμογές στη ζωή. «Η Γεωμετρία να
αποβλέπει στην καλλιέργεια του πνεύματος και όχι στον ωφελιμισμό». («Όρκος» των
Πυθαγορείων).
Το
προεξάρχον στοιχείο, που δίνει και το στίγμα της εποχής αυτής, είναι η ανάγκη
για νέα θεμελίωση της Γνώσης, δηλαδή η Γνώση να μην απορρέει από την αυθεντία,
αλλά να στηρίζεται στην κοινή λογική. Έτσι αβίαστα σχεδόν, ως επιγέννημα της
νέας αυτής θεώρησης, πραγματώνεται η «απόδειξη», θεμέλιο κάθε επιστήμης και μια
από τις μεγαλύτερες επινοήσεις του ανθρώπινου πνεύματος, που πέτυχε την
υπέρβαση από την πειραματική μέθοδο στην αφαίρεση.
Οι
Έλληνες φιλόσοφοι δεν αρκούνται στο πρακτικό «πώς» των προηγουμένων ανατολικών
λαών, αλλά επιζητούν το κυρίαρχο «γιατί». Χαρακτηριστικά η απόδειξη με
αντίλογο είναι μια διαδικασία ερειστική, βασισμένη σε μια παροδική αναγνώριση
ότι ο αντίπαλος έχει δίκιο, έτσι ώστε να δείξει τον παραλογισμό αυτής της
προσέγγισης. Τούτο οδηγεί στην αρχή της διαλεκτικής, στο ρόλο του αντιλόγου,
της συζήτησης και των επιχειρημάτων στον ελληνικό πολιτισμό6.
Με
την ανακάλυψη της «απόδειξης» τα ελληνικά Μαθηματικά και ειδικότερα η
Γεωμετρία αναπτύχθηκαν με άλματα. Γιατί θα μπορούσε να θεωρηθεί ασφαλώς πως ο
κύριος μαθηματικός κλάδος των αρχαίων Ελλήνων είναι η Γεωμετρία, ένα φαινόμενο
αρκετά διαφορετικό, όσον αφορά τις μεθοδολογικές, κοινωνικές και πολιτιστικές
απόψεις, από την αιγυπτιακή Γεωμετρία. Ετυμολογικά ο όρος παραπέμπει στο
«μέτρημα γης», που συγχρόνως υποδηλώνει και την κοινωνική προέλευση της
Γεωμετρίας και την αναγκαιότητα που τη γέννησε.
Τα
ελληνικά Μαθηματικά θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως σημαδεύτηκαν και από
τη μεγάλη συνάφεια που υπήρξε μεταξύ των κοινωνικών τάξεων των ανθρώπων και των
τύπων της Γνώσης. Η διάκριση ήταν εκείνη μεταξύ του υπολογισμού που
χρησιμοποιείται για πρακτικούς σκοπούς (λογιστική) και η διανοητική θεώρηση
των αριθμών (αριθμητική), μια διχοτομία που αντιστοιχεί στην κοινωνική διαίρεση
μεταξύ των εμπόρων και των φιλοσόφων. Βέβαια, η κυριότερη διανοητική μας
κληρονομιά προέρχεται από τους φιλοσόφους και πρέπει να σημειωθεί ότι η ύφεση
της εμπορικής χρήσης των Μαθηματικών βοήθησε να παραχθεί η καθαρή γεωμετρική
έμφαση για την οποία είναι γνωστός ο Ευκλείδης.
Για
τους «σκεπτόμενους» Έλληνες, η αντίληψη του αριθμού έφθασε να σιγουρευτεί μέσα
από γεωμετρική αντιπροσώπευση, με αποτέλεσμα τη μεγάλη κατανόηση του
συστήματος των αριθμών, για αριθμούς που αντιπροσωπεύονται επαρκώς ως
αναλογίες μηκών7.
Πρέπει,
βέβαια, να διευκρινιστεί ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν παρέβλεψαν, ούτε
υποτίμησαν την αξία της εμπειρίας. Απλά, δεν περιορίστηκαν μόνο σ’ αυτήν αλλά
αισθάνθηκαν την ανάγκη να δικαιολογήσουν τη διαδικασία που ακολούθησαν για τη
λύση ενός προβλήματος. Πίστευαν ότι μια μαθηματική πρόταση, που ήταν
αποτέλεσμα της εμπειρίας ή προέκυψε από κάποιο πείραμα, για να αποτελέσει
γενική αρχή πλήρως αποδεκτή πρέπει να αποδειχθεί. Προικισμένοι για τις μελέτες
αυτές με τη ζωντανή διάνοια που διέθεταν και με την ακατανίκητη επιθυμία τους
να κατανοούν τα αίτια και τα αιτιατά, κατάφεραν να βρίσκουν ορθολογιστικές
εξηγήσεις και στηριγμένοι στην εμπειρία να μεταπηδούν απλά και φυσικά στην
αφηρημένη σκέψη.
Ο
ελληνικός πολιτισμός έδειξε ότι «τα Μαθηματικά ανθίζουν με τον καλύτερο τρόπο
στους πολιτισμούς που συμμαχούν πρόθυμα με τον κόσμο των αισθήσεων και
επιτρέπουν απεριόριστη ελευθερία στο πνεύμα, χωρίς να ενδιαφέρονται να
αποσπάσουν απ’ αυτό άμεσες λύσεις για τα προβλήματα του ανθρώπου και του
Σύμπαντός του»8. Έτσι, τα ελληνικά Μαθηματικά παρουσιάζονται
οργανικά δεμένα με τον ελληνικό πολιτισμό ως σύνολο και σε τέτοιο βαθμό που
είναι αδύνατο να αντιληφθεί κανείς τη γένεση και τη φύση τους ανεξάρτητα από
όλα τα πολιτιστικά και κοινωνικά φαινόμενα που τον χαρακτηρίζουν.
Το
πρόβλημα του «ελληνικού θαύματος», δηλαδή η μετάβαση από το αρχικό ξεκίνημα ως
τα ελληνικά Μαθηματικά, μετατρέπεται στο πρόβλημα της γένεσης των Μαθηματικών
(Γεωμετρία) στο ελληνικό προσκήνιο σαν ένα νέο πρωτότυπο φαινόμενο που δεν έχει
πολλά κοινά με παρόμοια φαινόμενα σ’ άλλους πολιτισμούς. Οι ερμηνείες που
δόθηκαν γι’ αυτό το «ελληνικό μυστήριο», όπως ονομάστηκε, είναι πολλές.
Ο
Howard
Eves
στο έργο του «Μεγάλες στιγμές των Μαθηματικών» αναφέρει τα εξής:9
«Μια
ερμηνεία εντοπίζει την αιτία στο γεγονός ότι οι Έλληνες είχαν ιδιαίτερη
πνευματική κλίση στις φιλοσοφικές αναζητήσεις, αφού στη φιλοσοφία ασχολούνται
με αναπόφευκτες συνέπειες γεγονότων, με την υπόθεση ότι ισχύουν, ενώ η
εμπειρική μέθοδος προσφέρει μόνο μια μέτρηση πιθανότητας για κάποιο
συγκεκριμένο αποτέλεσμα». Άλλωστε – θα μπορούσε για ενίσχυση αυτής της άποψης
να υποδηλωθεί πάλι ότι – είναι αδιάσπαστη η ενότητα Φιλοσοφίας και Επιστήμης
στο πρώτο στάδιο ακμής του ελληνικού πνεύματος και η συνεύρεση του φιλοσοφικού
στοχασμού με την επιστημονική και μαθηματική προσδιοριστική καθορίζει τους
φιλοσόφους αυτής της περιόδου ως μοναδικό «πάντρεμα» οντολογικής αναζήτησης
και επιστημονικού, καθαρά λογικού, στοχασμού.
«Μια
άλλη ερμηνεία», σύμφωνα με τον Eves,
«αποδίδεται στην αγάπη των Ελλήνων για το κάλλος, όπως φαίνεται στην τέχνη
τους, στη γλυπτική και στην αρχιτεκτονική τους». Η ίδια η τέχνη, ως αρμονική
διευθέτηση κάποιων συλλήψεων – ήχων, κινήσεων, εικόνων – δίνει την αίσθηση του
ρυθμού, που εκφράζεται απόλυτα συνειδητά με τον αριθμό, και έτσι θα μπορούσε να
δικαιολογηθεί η ερμηνεία του Eves
ως προς τον άξονα αυτό.
Η
τελευταία ερμηνεία του φαινομένου, κατά τον ίδιο μελετητή, «βρίσκεται στην
επικρατούσα τότε δουλοκτητική φύση της ελληνικής κοινωνίας».
Οι
φιλόσοφοι, οι μαθηματικοί και οι καλλιτέχνες στην αρχαία Ελλάδα ήταν μέλη της
ανώτατης τάξης και είτε περιφρονούσαν απόλυτα το εμπόριο και κάθε χειρωνακτική
εργασία είτε τα θεωρούσαν δυσάρεστες αναγκαιότητες. Οι κοινωνικές εργασίες, τα
πολιτικά καθήκοντα και η καλλιέργεια του πνεύματος απαιτούσαν χρόνο που η
εργασία όχι μόνον δεν τους πρόσφερε, αλλά αντίθετα έβλαπτε το σώμα. Εφόσον όμως
οι δούλοι είχαν αναλάβει όλη τη διαδικασία της παραγωγής, οι ίδιοι είχαν την
ευκαιρία, απαλλαγμένοι από τη βιοτική μέριμνα, να ασχοληθούν με την πολιτική,
τη φιλοσοφία, τη μουσική και τη γυμναστική.
Θα
μπορούσε επομένως να ισχυριστεί κάποιος ότι η ύπαρξη του δουλοκτητικού
σχήματος παραγωγής είναι και η αιτία – ή μια από τις αιτίες – που το αρχαίο
ελληνικό πνεύμα διέπρεψε. Βέβαια, θα ήταν μικροψυχία και ίσως υπεραπλούστευση,
αν αξιολογιόταν αυτή η αναγωγή μηχανικά. Γιατί η δυνατότητα αποστασιοποίησης
από τη «βιοτική μέριμνα» θα μπορούσε να μετατρέψει έναν ανεπαρκή από τη φύση
του λαό σε μαλθακό και ηδονοθήρα. Ωστόσο, το μεγαλείο του ελληνικού πνεύματος
συναντιέται ακριβώς εκεί όπου μετά από ένα «λουκούλλειο συμπόσιο», το πνεύμα
δεν αποχαυνώνεται από τον «άκρατο οίνο», αλλά αντίθετα περισσότερο οξύ,
περισσότερο διαυγές αφήνεται στην εγρήγορση του Λόγου.
Η
τελική ερμηνεία του φαινομένου, θα μπορούσε να είναι η συνισταμένη των
παραπάνω, αφού όλο το κοινωνικό, ιδεολογικό και πολιτικό κλίμα εκείνης της
εποχής συνετέλεσε στη συνύπαρξη παροχής «ευζωίας» αλλά και δημοκρατικής
ελαστικότητας καθώς και πνευματικής ενάργειας με έκφραση τόσο στη φιλοσοφία,
όσο στην τέχνη και στην καθαρή λογική διαδρομή, που είχαν ως αποτέλεσμα τη
δημιουργία του μοναδικού στην ιστορία του κόσμου φαινομένου, αυτού της
ελληνικής πλαστικότητας.
5. Συμπεράσματα
Από
την παραπάνω σύντομη αναφορά για την εξέλιξη της Μαθηματικής Επιστήμης
διαφαίνονται τα εξής σημαντικά σημεία:
Τα
Μαθηματικά της προελληνικής περιόδου εξυπηρετούν άμεσες ζωτικές ανάγκες των
ανθρώπων αλλά στερούνται επιστημονικού και θεωρητικού χαρακτήρα.
Σε μια
μεταγενέστερη περίοδο, κατά την οποία καταρρέουν τα θεοκρατικά καθεστώτα και ο
«μύθος» μετουσιώνεται στον «ορθό λόγο», στην αρχαία Ελλάδα, τα Μαθηματικά
ξεπέρασαν το κατώφλι της εμπειρίας, θεμελιώθηκαν επιστημονικά και έπαιξαν
καθοριστικό ρόλο στην κοινωνική και πολιτιστική της ανάπτυξη.
Η
εποχή αυτή, εποχή της ανατολής του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, δημιούργησε
τα Μαθηματικά με τη σύγχρονη επιστημονική έννοια. «Ο τρόπος που απέρριψε τις
άλλες αποδεικτικές μεθόδους και κράτησε την παραγωγική, ο ζήλος που προτίμησε
πάντα το αφηρημένο και ποτέ το συγκεκριμένο, αλλά και η θαυμαστή
διεισδυτικότητα που τη βοήθησε να επιλέξει ένα βάσιμο και καρποφόρο σύνολο
αξιωμάτων, είχε ως αποτέλεσμα να καθοριστεί αποφασιστικά ο χαρακτήρας των
Μαθηματικών και να ανοίξει ο δρόμος για να ανακαλυφθούν και να αποδειχθούν
πολυάριθμα θεμελιακά θεωρήματα. Μαζί τους οικοδομήθηκε ο εκπληκτικός φάρος του
ορθού λόγου, που οδήγησε τους Έλληνες στις πιο θαυμαστές εξερευνήσεις τους, όχι
μόνο στον τομέα των Μαθηματικών. Η πρώτη φορά που διακηρύχτηκε η προτεραιότητα
του πνεύματος στις υποθέσεις των ανθρώπων και που ο όρος πολιτισμός απόκτησε
νέο νόημα ήταν με τα Μαθηματικά των Ελλήνων»10.
Με τη μοναδική και ανεπανάληπτη συνεισφορά
της μαθηματικής σκέψης ο ελληνικός κλασικός πολιτισμός ακολουθεί μια σταθερή
ανοδική πορεία προόδου μέσα από προβληματισμούς, ζυμώσεις, αντιθέσεις κτλ. Με
την ανακάλυψη νέων δυνατοτήτων, εννοιών, θεωριών και οραμάτων ο αρχαίος ελληνικός
κόσμος συμβάλλει αποφασιστικά στην ανάπτυξη όλων των επιστημών και επηρεάζει
ουσιαστικά στη διαμόρφωση της σύγχρονης επιστημονικής σκέψης.
Βιβλιογραφία
[1] ΕΞΑΡΧΑΚΟΣ Θ. Γ.,
Ιστορία Μαθηματικών, τόμος Β΄, Τα Μαθηματικά των Ινδών και των Κινέζων,
Αθήνα, (1999).
[2] ΕΞΑΡΧΑΚΟΣ Θ. Γ.,
Ιστορία Μαθηματικών, τόμος Α΄, Τα Μαθηματικά των Βαβυλωνίων και των
Αιγυπτίων, Αθήνα, (1997).
[3] ΕΞΑΡΧΑΚΟΣ Θ. Γ.,
Ιστορία Μαθηματικών, τόμος Α΄, Τα Μαθηματικά των Βαβυλωνίων και των
Αιγυπτίων, Αθήνα, (1997).
STRUIK
D.,
Συνοπτική Ιστορία Μαθηματικών, μτφ.
Άννα Φερεντίνου – Νικολακοπούλου, Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, (1982).
BUNT
L.
N.
H.,
JONES
P.
S.
and BEDIENT
J.
D.,
Ιστορικές Ρίζες των Στοιχειωδών
Μαθηματικών, Prentice
Hall
Inc,
Englewood
Cliffs,
N.
Jersey,
μτφ. Φερεντίνου – Νικολακοπούλου Α., Γ. Α. Πνευματικός, Αθήνα, (1981).
[4] FARRINGTON B., Η
επιστήμη στην Αρχαία Ελλάδα, μτφ. Ν. Ραΐση, Κάλβος, Αθήνα, (1989).
[5] FARRINGTON B., Η
επιστήμη στην Αρχαία Ελλάδα, μτφ. Ν. Ραΐση, Κάλβος, Αθήνα, (1989).
[6] ΤΡΙΛΙΑΝΟΣ Θ.,
Μεθοδολογία της σύγχρονης διδασκαλίας,
τόμος Α΄, Αθήνα, (1997).
[7] ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ Δ. και ΝΤΖΙΑΧΡΗΣΤΟΣ Ε., Βασικές έννοιες της Γεωμετρίας,
Αθήνα, (1999).
[8] KLINE M., Mathematics in Western Culture, Oxford
Univ. Press, Inc., μτφ. Σπ. Μαρκέτος, Κώδικας, Αθήνα,
(1981).
[9] EVES
M.,
Μεγάλες στιγμές των Μαθηματικών, 2
τόμοι, Τροχαλία, Αθήνα, (1989).
[10] KLINE M., Mathematics in Western Culture, Oxford
Univ. Press, Inc., μτφ. Σπ. Μαρκέτος, Κώδικας, Αθήνα,
(1981).
Στατεράς Χρήστος Δ., Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών, Σχολικός
Σύμβουλος Δ.Ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου