Ζούμε σε μια εποχή ραγδαίων δομικών αλλαγών στον τομέα των μέσων παραγωγής. Ζούμε μια αναδιάρθρωση στην παραγωγική και οικονομική βάση της κοινωνίας, που αγκαλιάζει όλες τις πλευρές της καθημερινής μας ζωής.Είναι λοιπόν φανερό πως ο τόσο ευαίσθητος κοινωνικά χώρος της παιδείας δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστος.
Τι θα γίνει στο χώρο αυτό; Δεν θα έχουμε πλέον σχολειά και δασκάλους; Θα αρκεί ένας υπολογιστής στο σπίτι συνδεδεμένος με το διαδίκτυο και το παιδί θα μπαίνει σε μια εικονική αίθουσα διδασκαλίας της αρεσκείας του και θα παρακολουθεί τον πιο προικισμένο δάσκαλο του κόσμου; (θα ρίξουν άραγε τόσο πολύ το κόστος της εκπαίδευσης;). Δεν θα μαθαίνουμε πλέων με τον ίδιο τρόπο;
Γενικά τι θα κρατήσουμε από τα παλιά και πώς θα αξιοποιήσουμε δημιουργικά και προς όφελος όλης της κοινωνίας στο σύνολό της το νέο;
Εδώ συναντά κανείς τις πιο αντιφατικές απόψεις: από το πλήρες ανάθεμα που αποδίδει όλα τα δεινά της κοινωνίας στην τεχνολογία και τις επιστημονικές ανακαλύψεις, μέχρι το απόλυτο και άκριτο ζήτω. Βεβαίως, η ιστορία μας έχει διδάξει πως κάθε νέα ανακάλυψη, από το απλό μαχαίρι μέχρι τη διάσπαση του ατόμου, μπορεί να χρησιμοποιηθεί, από το να κόψουμε το ψωμί μέχρι να σφάξουμε τον αδερφό μας για ένα πρόβατο, ή, από το να ηλεκτροφωτίσουμε φτηνά μια μεγάλη πολιτεία, μέχρι να την εξαφανίσουμε από προσώπου γης μέσα σε λίγα λεπτά.
Το όνειρο του Δρος Έβανς
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά εξιστορώντας το όνειρο του Δόκτορος Εβανς.
- Ο Δρ Εβανς, ψυχολόγος και επιστήμονας της πληροφορικής, γοητευμένος από την επιστημονικοτεχνική επανάσταση και ιδιαίτερα από τις προοπτικές που άνοιγαν για την ανθρωπότητα οι δυνατότητες των Η/Υ, πρόβλεπε, στα τέλη της δεκαετίας του 70, «εργάσιμη εβδομάδα είκοσι ωρών και σύνταξη στα πενήντα», πριν φτάσει το 2000.
- Τη θέση αυτή, 30 χρόνια μετά, ούτε η πιο αριστερή πτέρυγα του εργατικού κινήματος έχει τολμήσει να προτείνει ως στόχο πάλης στο εργατικό κίνημα, το οποίο παλεύει για να μη χάσει τα κεκτημένα της δεκαετίας του 70. Ένα χρόνο μετά το 2000, η εργάσιμη εβδομάδα δεν έχει ουσιαστικά ανώτερο όριο ωρών εργασίας, η εργοδοσία δεν δίνει ούτε το 35-ώρο!, ενώ από τον εργαζόμενο, ακόμη και σε βαριά και ανθυγιεινά και ανεξαρτήτως φύλου, ζητείται δουλειά μέχρι τα 65!, και από ορισμένους μέχρι τα 67!
- Μήπως ο Δρ Εβανς ήταν ένας έξαλλος ουτοπικός οραματιστής; Μάλλον όχι. Ως βαθύς γνώστης στον τομέα του, δεν είχε εκτιμήσει και υπολογίσει λάθος τις δυνατότητες των νέων τεχνολογιών. Τότε;
- Υπάρχουν δύο κύριες ερμηνείες, ή ο Δρ Εβανς είχε στο βάθος του μυαλού του την ανομολόγητη(!) άποψη ότι μέχρι το 2000, η κοινωνία της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο θα έχει ανατραπεί και η απελευθέρωση της κοινωνίας στο σύνολό της θα έχει θέσει στην υπηρεσία όλης της κοινωνίας την επιστήμη και την τεχνολογία στο σύνολό τους. Ή σκεφτόταν εξωιστορικά, εξωκοινωνικά. Δεν διέκρινε δηλαδή ότι σήμερα οι κάτοχοι των μέσων παραγωγής οικειοποιούνται προς όφελός τους και με μοναδικό γνώμονα τη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας των κεφαλαίων τους, κάθε επιστημονική ανακάλυψη.
Σε σχέση με τους υπολογιστές στο χώρο της παιδείας ο Δρ Εβανς διαπίστωνε
στα τέλη του 70 ότι: «Μια από τις μεγαλύτερες, παρθένες ακόμη, αγορές
στον κόσμο είναι ο χώρος της παιδείας» για να συμπληρώσει με νόημα ότι
«Οι πρώτες εταιρείες που θα ρίξουν στην αγορά διδακτικούς κομπιούτερ
τσέπης θα πραγματοποιήσουν τεράστια κέρδη και, όσο κι’ αν ακουστούν από
’δώ κι από κει τα ανήσυχα μουρμουρητά του κράτους (εννοούσε του κράτους
πρόνοιας της δεκαετίας του 70) και των εκπαιδευτικών για τους πιθανούς
κινδύνους, ο χρυσοφόρος χείμαρρος θα παραμερίσει κάθε μορφή
διαμαρτυρίας».
Ωστόσο τέτοιοι υπολογιστές τσέπης δεν εμφανίστηκαν ακόμη μαζικά. Αντίθετα ο χώρος νεολαίας, και από τις πιο μικρές και τρυφερές ηλικίες, έχει πράγματι κατακλυστεί από υπολογιστές τσέπης για παιδικά παιγνίδια απερίγραπτης, κατά κανόνα, βαρβαρότητας και άθλιας αισθητικής. Οι κίνδυνοι για τη πνευματική και σωματική υγεία των παιδιών δεν είναι «πιθανοί» αλλά πραγματικοί και ιατρικά διαπιστωμένοι: από ακραίες μορφές αντικοινωνικής συμπεριφοράς, μέχρι εξάρτηση και επιληπτικές κρίσεις. Όμως ο χρυσοφόρος χείμαρρος, με την ανοχή ή και την αρωγή όμως σήμερα και των κυβερνήσεων, παραμερίζει κάθε μορφή διαμαρτυρίας των ανθρώπων της παιδείας και διάφορων κοινωνικών φορέων.
Ανακύπτει λοιπόν αβίαστα το ερώτημα:
Είναι δυνατόν στο ευαίσθητο χώρο της νεολαίας και της παιδείας, ο καπιταλισμός να λειτουργήσει ως μη καπιταλισμός; Να ξοδέψει δηλαδή, ή και να επιτρέψει, προνομιακά ώστε οι δυνατότητες των μηχανών αυτών να τεθούν πράγματι στην υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου και όχι του μέγιστου κέρδους; Απολύτως όχι. μια τέτοια λογική θα ήταν αντίθετη στη φύση του, ιδιαίτερα σήμερα στην ακραία νεοφιλελεύθερη εκδοχή του.
Στο χώρο της παιδείας εισβάλουν, με τεράστιες κρατικές χρηματοδοτήσεις (ουσιαστικά προς τις κατασκευάστριες εταιρίες), οι προσωπικοί υπολογιστές εφοδιασμένοι με κάποια εκπαιδευτικά λογισμικά και συνδεδεμένοι με το διαδίκτυο. Τεράστια ποσά επίσης διατίθενται για την ανάπτυξη της αγοράς εκπαιδευτικού λογισμικού, στα πλαίσια ερευνητικών προγραμμάτων. Στα πλαίσια ενός τέτοιου προγράμματος που χρηματοδοτήθηκε στη χώρα μας (από το περίφημο δεύτερο πακέτο) η χρηματοδότηση ήταν 8 εκατομμύρια ανά λεπτό παραγόμενου λογισμικού, με αμφίβολα αποτελέσματα!.
Το όνειρο λοιπόν του κ. Εβανς αποδείχτηκε θερινής νυκτός!!
Ας πούμε όμως και Μια ιστορία με σημασία[1]
Ο κύριος Χ, καθηγητής της πληροφορικής σήμερα σε Ελληνικό Πανεπιστήμιο με σπουδές στη Νέα Υόρκη, επισκέφθηκε πρόσφατα την πόλη των φοιτητικών του χρόνων, και θέλησε να δει από κοντά πως είχαν εξελιχθεί τα σχολειά στις ΗΠΑ.. Επισκέφθηκε πρώτα τις φτωχογειτονιές της Ν. Υ. και έμεινε έκπληκτος: Τα σχολειά είχαν αλλάξει δομή, ήταν πιο καθαρά και παντού υπήρχαν Η/Υ με τα παιδιά του κατώτερου θεού, κατά κανόνα μαύρων και ισπανόφωνων, μπροστά στις οθόνες αυτομορφώνονταν (;) με μανία.
Επισκέφτηκε μετά τα σχολεία στις συνοικίες των πλουσίων και έμεινε δύο φορές έκπληκτος: Τα σχολεία είχαν παραμείνει κλασικά, οι αίθουσες με το μαυροπίνακα με τους χάρτες και τις εικόνες στους τοίχους, τα τμήματα ολιγάριθμα, τα εργαστήρια οι βιβλιοθήκες τα γυμναστήρια κλπ πλουσιοπάροχα, και οι υπολογιστές ελάχιστοι!
Από τι χαρακτηρίζονται όμως αυτές οι μηχανές για τις οποίες χρησιμοποιείται τόσο ανθρωπομορφική ορολογία;
Ο υπολογιστής μου είναι φιλικός, έξυπνος, ομιλητικός,…
Αναμφίβολα ο Η/Υ είναι μια μηχανή. Τι είδους όμως μηχανή είναι;
Όταν ο άγριος ακόμα πρόγονός μας έφτασε με ένα ραβδί το φρούτο που δεν έφτανε με το χέρι του, πραγματοποίησε μια καταπληκτική εφεύρεση: επιμήκυνε το χέρι του. Τη γνώση αυτή τη δίδαξε με το παράδειγμα (ο προφορικά αρθρωμένος λόγος άργησε να εμφανιστεί) στις επόμενες γενιές. Όταν το ραβδί χρησιμοποιήθηκε ως μοχλός, πολλαπλασίασε αφάνταστα τη μυϊκή του δύναμη. Χιλιάδες χρόνια μετά, όταν ο Αρχιμήδης ανακάλυψε το φυσικό νόμο που διέπει το φαινόμενο αυτό, αναφώνησε (σε πείσμα αντιλήψεων του Αριστοτέλη για τη κινούσα δύναμη) πως θα μπορούσε να κινήσει και τη γη. Είναι η πρώτη φορά που ο άνθρωπος συνειδητοποιεί με τόση σαφήνεια τις τεράστιες δυνατότητες που του δίνει η απλή και μόνο γνώση των νόμων της φύσης.
Η συντριπτική πλειοψηφία των μηχανών που από τότε σκάρωσε ο άνθρωπος, ακολουθούν τη γραμμή αυτή της επέκτασης την μυϊκών και αισθητηριακών (μικροσκόπια, τηλεσκόπια) δυνατοτήτων του ανθρώπινου σώματος.
Η άλλη κατηγορία μηχανών, αυτές που χειρίζονται γενικά πληροφορίες, άργησαν να έλθουν στο προσκήνιο της ιστορίας. Εμφανίστηκαν την κλασική αρχαιότητα ως αυτόματοι μετρητές αποστάσεων (οδόμετρα), ή και επεξεργαστές πληροφοριών με σταθερό αλγόριθμο, ενσωματωμένο σε πολύπλοκα συστήματα γραναζιών, όπως ο ημερολογιακός υπολογιστής των Αντικυθήρων. Εδώ για πρώτη φορά εμφανίζεται τμήμα εισόδου δεδομένων, τμήμα επεξεργασίας και τμήμα εξόδου. Οι αριθμομηχανές, τύπου Pascal, ή και πιο εξελιγμένες, κινούνται στην ίδια λογική. Το γενικό χαρακτηριστικό στις μηχανές αυτές είναι ότι η κίνηση πραγματοποιείται στο μακρόκοσμο, είναι ορατή, και καταναλώνουν μηχανική ενέργεια.
Οι μηχανές αυτές, σ’ αντίθεση με τις προηγούμενες, αναλαμβάνουν να εκτελέσουν ανθρώπινες λειτουργίες όχι πλέον μυϊκές ή αισθητηριακές αλλά νοητικές, αναλαμβάνουν να επεξεργάζονται πληροφορίες.
Το γενικό χαρακτηριστικό στις σημερινές υπολογιστικές μηχανές είναι ότι η κίνηση πραγματοποιείται στο μικρόκοσμο, αφού κινούνται μόνο ηλεκτρόνια, είναι κατά συνέπεια αόρατη, (ορισμένοι, εντελώς λανθασμένα, τη θεωρούν άυλη) καταναλώνουν ηλεκτρική ενέργεια, υλοποιούν απεριόριστο αριθμό από αλγόριθμους με ασύλληπτες ταχύτητες και το αποτέλεσμα στην έξοδό τους μπορεί να είναι κείμενο, εικόνα, ήχος ή και συνδυασμός όλων αυτών ή ακόμη και εντολές σε μηχανές του προηγούμενου τύπου για εκτέλεση συγκεκριμένων κινήσεων (αυτοματοποιημένες αλυσίδες παραγωγής)[2]. Τα χαρακτηριστικά αυτά έδωσαν τη δυνατότητα για την ανθρωπομορφική ορολογία που έχουν καθιερώσει οι κατασκευάστριες εταιρείες, ωστόσο η ορολογία αυτή καλύπτει, για τον πολύ κόσμο και κύρια τα παιδιά, τις μηχανές αυτές με ένα πέπλο μυστηρίου στα όρια του δέους. Και το δέος εξαφανίζει κάθε ενδιάθετο ψήγμα κριτικής θεώρησης.
Ο υπολογιστής μου είναι φιλικός! Μα η φιλία αποτελεί μια βαθιά κοινωνική αμοιβαία σχέση στη βάση της ισοτιμίας με πολύ έντονη τη ψυχολογική φόρτιση, χαρακτηριστικά που δεν προσιδιάζουν σε μια μηχανή.
Ο υπολογιστής μου είναι έξυπνος! Μα η εξυπνάδα είναι δώρο της κοινωνίας στον άνθρωπο, προσιδιάζει μόνο σ’ ένα κοινωνικό άτομο ένα. «Η εξυπνάδα δεν είναι άλλο, από τη διανοητική κουλτούρα της ανθρωπότητας, μετασχηματισμένη σε προσωπική ιδιοκτησία, σε αρχή δραστηριότητας του προσώπου. Είναι ο εξατομικευμένος διανοητικός πλούτος της κοινωνίας» γράφει ο Ε. Ιλένκοφ.
Είναι άλλο πράγμα μια έξυπνα κατασκευασμένη μηχανή – και οι Η/Υ είναι αναμφισβήτητα τέτοιοι – και άλλο μια έξυπνη μηχανή. Η ζωή είναι πάντα ασύγκριτα πιο έξυπνη από τον πιο έξυπνο προγραμματιστή, πόσο μάλλον από τη μηχανή που προγραμματίζει.
Ναι αλλά ο Η/Υ νίκησε τον πρωταθλητή του κόσμου στο σκάκι! Πράγματι, μόνο που ο πρωταθλητής δεν έπαιξε με τη συγκεκριμένη μηχανή αλλά με όλους μαζί τους μέχρι τότε πρωταθλητές κόσμου, από το 1880 και μετά, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού του, αφού με αυτά τα δεδομένα είχε προγραμματιστεί η μηχανή που τον νίκησε.
Ο κατάλογος είναι μακρύς για να εξαντληθεί στα πλαίσια μιας ομιλίας, αλλά πρέπει να πούμε ακόμη για την εξομοίωση (ή και προσομοίωση) της πραγματικότητας και την εικονική πραγματικότητα, ότι και εδώ η ορολογία εύκολα παραπλανεί. Δεν πρόκειται για την πραγματικότητα αλλά για αυτό που νομίζει (ή θέλει να νομίζει, ή ενδεχομένως να θέλει να περάσει) ότι είναι η πραγματικότητα, αυτός έφτιαξε το αντίστοιχο πρόγραμμα. Ή, στην καλύτερη περίπτωση, αυτό που πιστεύει η επιστήμη τη στιγμή που φτιάχνεται το πρόγραμμα ότι είναι η πραγματικότητα. Και δεν μιλάμε βέβαια για το επίπεδο της έρευνας ή της εκπαίδευσης επιστημόνων ή για βοήθεια ατόμων με ειδικές ανάγκες, όπου οι δυνατότητες και η αξιοποίηση των Η/Υ είναι εκπληκτικές, ή για περιοχές της πραγματικότητας όπου η μόνη δυνατότητα προσπέλασης είναι η εξομοίωση (π.χ. μικρόκοσμος ή μεγάκοσμος κλπ), αλλά για τη χρήση τέτοιων προγραμμάτων, ή εικονικής πραγματικότητας, για τη διδασκαλία, και μάλιστα εισαγωγική, βασικών επιστημονικών εννοιών στη πρωτοβάθμια εκπαίδευση ή και το Γυμνάσιο. Για το Λύκειο και για ορισμένες έννοιες, όπως η έννοια του ορίου στα Μαθηματικά, ίσως υπάρχουν κάποιες δυνατότητες. Αλλά το να «διδάξεις» την έννοια του παραλληλεπιπέδου (το παράδειγμα δεν είναι ούτε φανταστικό ούτε υποθετικό) με χρήση εικονικής πραγματικότητας, με ηλεκτρόδια στα χέρια και κάσκα στο κεφάλι, σε παιδιά του δημοτικού, γιατί έτσι θα μάθουν λέει πιο γρήγορα τις ιδιότητες του παραλληλεπιπέδου, αυτό δεν είναι μόνο λάθος από γνωσιοθεωρητική άποψη είναι επικίνδυνο και για την σωματική υγεία των παιδιών. Πρόκειται για μια επικίνδυνη ακρότητα.
Ναι αλλά με τον υπολογιστή μπορούμε να βλέπουμε εικόνες που πριν ήταν αδύνατον. Αυτό πράγματι είναι απόλυτα σωστό. Όμως και εδώ έχουμε χάσει το μέτρο. Ζούμε έναν ιδιότυπο ιμπεριαλισμό της εικόνας.
Μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις, λέει μια παλιά Κινέζικη παροιμία. Την εποχή που διατυπώθηκε ήταν πράγματι σοφή, εικόνες προσέφερε μόνο η φύση και το καλλιτεχνικό χέρι του ζωγράφου. Σχεδόν αποκλειστικός φορέας της πληροφορίας ήταν ο λόγος, προφορικός ή γραπτός. Με την αφήγηση ο ακροατής αναπλάθει την εικόνα, τη προσωπική του εικόνα, τη διαμεσολαβημένη δηλαδή από τη προσωπικότητά του και τη ψυχολογική κατάσταση και φόρτιση της στιγμής. Και υπάρχει εδώ σημαντικό στοιχείο δημιουργικότητας, μια λειτουργία σημαντική της σκέψης, της οποίας η εκπαίδευση άρχιζε με της γιαγιάς τα παραμύθια από τη νηπιακή ηλικία.
Η εφεύρεση της φωτογραφικής μηχανής, του κινηματογράφου και οι εξέλιξη των δυνατοτήτων της τυπογραφίας έβαλαν για τα καλά την εικόνα όχι μόνο στην καθημερινή μας ζωή αλλά και στην εκπαίδευση. Τα τελευταία τριάντα χρόνια με την τηλεόραση και τους προσωπικούς υπολογιστές η εικόνα έχει αντικαταστήσει το λόγο ίσως κατά την αναλογία της Κινέζικης παροιμίας, ίσως και περισσότερο. Η παρουσία της εικόνας εκεί που ο λόγος πρέπει να έχει το πρώτο λόγο, μπορεί να εξοικονομεί σχολικό χρόνο, όμως στερεί το μαθητή από τη γόνιμη διαδικασία της ανάπλασης μέσω του λόγου της δικιάς του εικόνας. Ατομικά ο κάθε μαθητής δεν αναπτύσσει τη δημιουργική του φαντασία, και το σύνολο φτωχαίνει σε συλλογική φαντασία. Επέρχεται δηλαδή ένα είδος ομογενοποίησης, αφού όλοι την ίδια εικόνα θα έχουν στο μυαλό τους.
Σε ότι αφορά τώρα τις θετικές επιστήμες, μια εικόνα μπορεί να αξίζει όσο χίλιες λέξεις, ωστόσο χίλιες λέξεις που δεν περιέχουν κανένα στοιχείο συλλογισμού! Όμως ο συλλογισμός, ο λογικός δηλαδή συμπερασμός, αποτελεί αναπόσπαστο οργανικό στοιχείο των επιστημονικών γνώσεων, είτε πρόκειται για προεπιστημονικές εμπειρικές στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο, είτε πρόκειται για γνώσεις οργανωμένες σε αξιωματικό σύστημα, ανεξάρτητα από το βαθμό της αυστηρότητας του συστήματος αυτού, στο Λύκειο. Το να δει το παιδί και να πάρει πληθώρα πληροφοριών και εικόνων, αυτό δε συνιστά σοφία, αν και ο σοφός πρέπει να ξέρει πολλά. Ο ρόλος του σχολείου δεν είναι να διδάξουμε τα παιδιά ένα σύνολο πληροφοριών, ούτε μια ολόκληρη επιστήμη. Αυτό που προέχει είναι να τα βοηθήσουμε να μάθουν να σκέφτονται, να μάθουν να μαθαίνουν. Στο βαθμό που αυτό δεν επιτυγχάνεται η πληθώρα των μη οργανικών, εν τέλει, γνώσεων είναι άχρηστη.
Η χρυσή τελικά αναλογία εικόνας-λόγου δεν είναι δεδομένη, και ο μόνος που μπορεί να έχει την πιο ολοκληρωμένη εκτίμηση γι’ αυτήν είναι ο ζωντανός μορφωμένος δάσκαλος στα χέρια του οποίου ο Η/Υ μπορεί να είναι ένα πολύ σημαντικό εργαλείο.
Μπορεί μήπως ο υπολογιστής να αντικαταστήσει το Δάσκαλο;
Ας συζητήσουμε το θέμα για τις τρυφερές ηλικίες του Δημοτικού και του Γυμνάσιου. Εδώ έχουμε να κάνουμε με παιδιά. Τι είναι όμως το παιδί;
Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Vygotsky, το παιδί δεν μπορεί να κατανοηθεί ως μικρογραφία του ενήλικου, ούτε η διάνοιά του αποτελεί σμίκρυνση της διάνοιας του ενήλικου. Το δρόμο της εξέλιξής του μπορούμε να τον κατανοήσουμε μόνο αν τον σκεφτούμε στους κοινωνικούς του όρους. Και ο δρόμος της εξέλιξης αυτής, δεν είναι αυτός της σταδιακής κοινωνικοποίησης που μεταβιβάζεται στο παιδί απ’ έξω, αλλά η σταδιακή εξατομίκευση που γεννιέται στη βάση της κοινωνικής του υπόστασης. Το παιδί θα πάρει, θα οικειοποιηθεί, από το σύνολο της διανοητικής κουλτούρας της κοινωνίας των μεγάλων, ότι εξατομικεύσει ως οργανικό μεν μέλος της, αλλά διατηρώντας ακέραια όλα τα στοιχεία της αυτοτέλειάς του. Η εξατομίκευση δε αυτή πραγματοποιείται μέσα στα πλαίσια της ζωντανής βιωματικής αλληλεπίδρασης του παιδιού με το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον στην ολότητά τους. Στα πλαίσια της σχολικής πραγματικότητας δεσπόζουσα είναι η αλληλεπίδραση δασκάλου-μαθητή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν άλλες. Και ο δάσκαλος σ’ αυτό το δίπολο δεν αντικαθίσταται.
Η αλληλεπίδραση μηχανής-μαθητή, που πολλοί ισχυρίζονται ότι με κατάλληλα δομημένα προγράμματα επιτυγχάνουν, είναι άλλος ένας μύθος: Ο μαθητής δεν αλληλεπιδρά φυσικά με τη μηχανή αλλά μέσω της μηχανής με τη σκέψη του προγραμματιστή, σκέψη όμως αποστεωμένη και κλεισμένη σε κουτάκια, όσες εναλλακτικές δυνατότητες κι αν έχει προβλέψει. Αλήθεια, αν το παιδί έχει φάει στυφά δαμασκηνά, είναι άκεφο και συμπεριφέρεται αλλόκοτα, πως θα το «καταλάβει» ο υπολογιστής για να αναπροσαρμόσει τη «συμπεριφορά» του; Τέτοιες «αλληλεπιδράσεις» μόνο στην τυποποίηση της σκέψης και του παιδιού, στον ακρωτηριασμό δηλαδή την ευφυίας του, μπορούν να οδηγήσουν. Μόνο εκεί μπορεί να οδηγήσει η, έστω και μερική, αντικατάσταση του δασκάλου.
Ας δούμε όμως τι λέει για το θέμα αυτό η υπάρχουσα εμπειρία, μέσω του Μιχάλη Δερτούζου, που δεν ήταν απλά στην καρδιά των εξελίξεων αλλά μάλλον η καρδιά, αφού από το 1974 μέχρι πρόσφατα που πέθανε ξαφνικά, διηύθυνε το Εργαστήρι ο Η/Υ του Μ.Ι.Τ., πατρίδα του διαδικτύου και γενέτειρα πολλών προϊόντων και διαδικασιών υψηλής τεχνολογίας.
Γράφει λοιπόν στη σελίδα 336 του βιβλίου του «Τι μέλει γενέσθαι» (ή πως ο νέος κόσμος της πληροφορίας θ’ αλλάξει τη ζωή μας), στο κεφάλαιο που σχολιάζει τη μάθηση:
«Από τότε που αναπτύχθηκαν για τα καλά οι υπολογιστές στη δεκαετία του 60, οι ερευνητές προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν την τεχνολογία των πληροφοριών για να βελτιώσουν την εκπαίδευση» και αφού εξιστορεί ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα (π.χ της Logo) συνεχίζει: «Τα παιδιά –και τα παιδιά που είμαστε όλοι μας– προτιμούν να μαθαίνουν μέσω της συγκίνησης που προσφέρει η ανακάλυψη και η συμμετοχή. Ωστόσο, οι μαθητές φαίνεται να μαθαίνουν το ίδιο καλά με λιγότερο εκλεπτυσμένους τεχνολογικά τρόπους. Έκτοτε καταλήξαμε να αναγνωρίσουμε ότι η τεχνολογία από μόνη της, ασχέτως πόσο φανταχτερή ή συναρπαστική είναι, δε βελτιώνει αυτόματα τη διεργασία της μάθησης.
Το γεγονός ότι δεν έγινε κάποιο σημαντικό αποφασιστικό βήμα μέσα σε δύο δεκαετίες δεν πρέπει να ερμηνευτεί σαν έγκριση για τη συνέχιση των παρωχημένων πια διδακτικών μεθόδων και την αποφυγή καινοτομίας. Και ωστόσο ΄΄ο παλιός τρόπος΄΄ είναι προτιμότερος από το να υιοθετηθεί τυφλά στα σχολεία η τεχνολογία των πληροφοριών,Ισε μια ανεύθυνα ευρέως διαδεδομένη κλίμακα, που βασίζεται στην επιθυμία να δείχνουμε μοντέρνοι και στην αφελή υπόθεση ότι, αν η τεχνολογία αναπτυχθεί μαζικά, θα ανθίσουν σίγουρα χιλιάδες εκπαιδευτικά λουλούδια. Καλοπροαίρετοι πολιτικοί συγκαταλέγονται μεταξύ των χειρότερων ενόχων, καθώς απαιτούν γενικές αλλαγές επειδή το θέμα τους φαίνεται σημαντικό και πολύ της μόδας». Κι’ όμως, δεν πρόκειται για καλή προαίρεση, πρόκειται για μια συνειδητή και σχεδιασμένη επιλογή στρατηγικών για την εκπαίδευση, οι οποίες διαμορφώνουν ανθρώπους χωρίς κριτική σκέψη. Ανθρώπους που είναι τέλεια προπονημένοι να οδηγήσουν τις νόρμες της παραγωγικής διαδικασίας ακόμη ψηλότερα, και ταυτόχρονα εντελώς ανίκανοι να αμφισβητήσουν τη σκοπιμότητα της.
Αναμφίβολα στόχος κάθε καλοπροαίρετου είναι η μάθηση. Δυστυχώς όμως δεν διαθέτουμε ένα αυστηρό αναλυτικό ορισμό για την έννοια αυτή. Έτσι μας λείπουν τα αυστηρά κριτήρια για το τι συνιστά μάθηση και τι όχι. Ας δούμε όμως τι λέει και για το θέμα αυτό ο Μ. Δερτούζος: «Η εκπαίδευση δεν είναι απλή μετάδοση γνώσης από δασκάλους σε μαθητές, είναι κάτι πολύ περισσότερο. Ως εκπαιδευτικός μπορώ να πω από πρώτο χέρι ότι το ν’ ανάβεις τη φωτιά της μάθησης στις καρδιές των μαθητών, να τους παρέχεις ήρωες-στόχους και να χτίζεις δεσμούς δασκάλου με μαθητή είναι οι πιο κρίσιμοι παράγοντες για επιτυχή μάθηση. Αυτά τα πρωτεύοντα χρειώδη δεν πρόκειται να μεταδοθούν από την τεχνολογία των πληροφοριών. Έτσι, ακόμα και όταν οι ένορκοι καταλήξουν τελικά, όπως υποπτεύομαι πως θα κάνουν, ότι η Πληροφοριακή Αγορά μπορεί να βελτιώσει ριζικά τον τομέα της μάθησης, η αφοσίωση και η ικανότητα των δασκάλων θα εξακολουθήσει να είναι το σημαντικότερο εκπαιδευτικό εργαλείο».
Τελικά όλα μύθος;
Φυσικά και όχι. Οι υπολογιστές και οι δυνατότητες που ανοίγουν (πολυμέσα, διαδίκτυο-επικοινωνία, πρόσβαση και χειρισμός τεράστιου όγκου πληροφοριών, κ.τ.λ.) στο δάσκαλο είναι κάτι το απόλυτα πραγματικό και σημαντικό. Σε ότι αφορά δε το μαθητή υπάρχει κατά τη γνώμη μας μια προϋπόθεση, ένα κρίσιμο σημείο μετά το οποίο ο υπολογιστής μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό εργαλείο για τη εξατομίκευση της διανοητικής κουλτούρας της εποχής του. Και η προϋπόθεση αυτή δεν είναι άλλη από τη κατάκτηση ενός ολοκληρωμένου και αυτόνομου τρόπου σκέψης και της ικανότητας να μαθαίνει.
Βασική θεωρητική βιβλιογραφία προετοιμασίας για μια κριτική θεώρηση των νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση.
Schaff, A.:1973, Language and Cognition, McGraw-Hill, N, Y, (Μετάφραση Αλάτση) εκδ. Κ, I Ζαχαρόπουλος, Αθήνα .
Vygotski, L.:1934, Σκέψη και Γλώσσα, (μετάφραση, Α. Ρόδη), εκδ.Γνώση, Αθήνα 1988.
Εβαλντ Ιλένκοφ: Τεχνοκρατία και ανθρώπινα ιδεώδη στο σοσιαλισμό, εκδ. Οδυσέας
Christopher Evans: Η επανάσταση των κομπιούτερ, εκδ. Γαλαίος
V. Pekelis: Melanges cybernetiques, editions de Moscou
Μιχάλης Δερτούζος: Τι μέλει γενέσθαι. (Πως ο νέος κόσμος της πληροφορίας θ’ αλλάξει τη ζωή μας). Εκδόσεις Νέα Σύνορα, Αθήνα 1998.
(*) Ο Ευτύχης Παπαδοπετράκης είναι λέκτορας του Μαθηματικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Πατρών. Έχει διδακτορικό τίτλο στην Ιστορία των Μαθηματικών και μάστερ στη Διδακτική τους.
πρωτοδημοσιεύθηκε στο 6ο τεύχος του περιοδικού “Θέματα Παιδείας”
[1] Ο κύριος Χ διηγήθηκε την παραπάνω ιστορία σε σχετική ημερίδα του Συλλόγου ΔΕΠ του Παν/μίου Πατρών την άνοιξη του 2000.
[2] Με την εγκατάσταση μιας τέτοιας αλυσίδας στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η αυτοκινητοβιομηχανία Renault απέλυσε 3000 εργαζόμενους.
Ωστόσο τέτοιοι υπολογιστές τσέπης δεν εμφανίστηκαν ακόμη μαζικά. Αντίθετα ο χώρος νεολαίας, και από τις πιο μικρές και τρυφερές ηλικίες, έχει πράγματι κατακλυστεί από υπολογιστές τσέπης για παιδικά παιγνίδια απερίγραπτης, κατά κανόνα, βαρβαρότητας και άθλιας αισθητικής. Οι κίνδυνοι για τη πνευματική και σωματική υγεία των παιδιών δεν είναι «πιθανοί» αλλά πραγματικοί και ιατρικά διαπιστωμένοι: από ακραίες μορφές αντικοινωνικής συμπεριφοράς, μέχρι εξάρτηση και επιληπτικές κρίσεις. Όμως ο χρυσοφόρος χείμαρρος, με την ανοχή ή και την αρωγή όμως σήμερα και των κυβερνήσεων, παραμερίζει κάθε μορφή διαμαρτυρίας των ανθρώπων της παιδείας και διάφορων κοινωνικών φορέων.
Ανακύπτει λοιπόν αβίαστα το ερώτημα:
Είναι δυνατόν στο ευαίσθητο χώρο της νεολαίας και της παιδείας, ο καπιταλισμός να λειτουργήσει ως μη καπιταλισμός; Να ξοδέψει δηλαδή, ή και να επιτρέψει, προνομιακά ώστε οι δυνατότητες των μηχανών αυτών να τεθούν πράγματι στην υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου και όχι του μέγιστου κέρδους; Απολύτως όχι. μια τέτοια λογική θα ήταν αντίθετη στη φύση του, ιδιαίτερα σήμερα στην ακραία νεοφιλελεύθερη εκδοχή του.
Στο χώρο της παιδείας εισβάλουν, με τεράστιες κρατικές χρηματοδοτήσεις (ουσιαστικά προς τις κατασκευάστριες εταιρίες), οι προσωπικοί υπολογιστές εφοδιασμένοι με κάποια εκπαιδευτικά λογισμικά και συνδεδεμένοι με το διαδίκτυο. Τεράστια ποσά επίσης διατίθενται για την ανάπτυξη της αγοράς εκπαιδευτικού λογισμικού, στα πλαίσια ερευνητικών προγραμμάτων. Στα πλαίσια ενός τέτοιου προγράμματος που χρηματοδοτήθηκε στη χώρα μας (από το περίφημο δεύτερο πακέτο) η χρηματοδότηση ήταν 8 εκατομμύρια ανά λεπτό παραγόμενου λογισμικού, με αμφίβολα αποτελέσματα!.
Το όνειρο λοιπόν του κ. Εβανς αποδείχτηκε θερινής νυκτός!!
Ας πούμε όμως και Μια ιστορία με σημασία[1]
Ο κύριος Χ, καθηγητής της πληροφορικής σήμερα σε Ελληνικό Πανεπιστήμιο με σπουδές στη Νέα Υόρκη, επισκέφθηκε πρόσφατα την πόλη των φοιτητικών του χρόνων, και θέλησε να δει από κοντά πως είχαν εξελιχθεί τα σχολειά στις ΗΠΑ.. Επισκέφθηκε πρώτα τις φτωχογειτονιές της Ν. Υ. και έμεινε έκπληκτος: Τα σχολειά είχαν αλλάξει δομή, ήταν πιο καθαρά και παντού υπήρχαν Η/Υ με τα παιδιά του κατώτερου θεού, κατά κανόνα μαύρων και ισπανόφωνων, μπροστά στις οθόνες αυτομορφώνονταν (;) με μανία.
Επισκέφτηκε μετά τα σχολεία στις συνοικίες των πλουσίων και έμεινε δύο φορές έκπληκτος: Τα σχολεία είχαν παραμείνει κλασικά, οι αίθουσες με το μαυροπίνακα με τους χάρτες και τις εικόνες στους τοίχους, τα τμήματα ολιγάριθμα, τα εργαστήρια οι βιβλιοθήκες τα γυμναστήρια κλπ πλουσιοπάροχα, και οι υπολογιστές ελάχιστοι!
Από τι χαρακτηρίζονται όμως αυτές οι μηχανές για τις οποίες χρησιμοποιείται τόσο ανθρωπομορφική ορολογία;
Ο υπολογιστής μου είναι φιλικός, έξυπνος, ομιλητικός,…
Αναμφίβολα ο Η/Υ είναι μια μηχανή. Τι είδους όμως μηχανή είναι;
Όταν ο άγριος ακόμα πρόγονός μας έφτασε με ένα ραβδί το φρούτο που δεν έφτανε με το χέρι του, πραγματοποίησε μια καταπληκτική εφεύρεση: επιμήκυνε το χέρι του. Τη γνώση αυτή τη δίδαξε με το παράδειγμα (ο προφορικά αρθρωμένος λόγος άργησε να εμφανιστεί) στις επόμενες γενιές. Όταν το ραβδί χρησιμοποιήθηκε ως μοχλός, πολλαπλασίασε αφάνταστα τη μυϊκή του δύναμη. Χιλιάδες χρόνια μετά, όταν ο Αρχιμήδης ανακάλυψε το φυσικό νόμο που διέπει το φαινόμενο αυτό, αναφώνησε (σε πείσμα αντιλήψεων του Αριστοτέλη για τη κινούσα δύναμη) πως θα μπορούσε να κινήσει και τη γη. Είναι η πρώτη φορά που ο άνθρωπος συνειδητοποιεί με τόση σαφήνεια τις τεράστιες δυνατότητες που του δίνει η απλή και μόνο γνώση των νόμων της φύσης.
Η συντριπτική πλειοψηφία των μηχανών που από τότε σκάρωσε ο άνθρωπος, ακολουθούν τη γραμμή αυτή της επέκτασης την μυϊκών και αισθητηριακών (μικροσκόπια, τηλεσκόπια) δυνατοτήτων του ανθρώπινου σώματος.
Η άλλη κατηγορία μηχανών, αυτές που χειρίζονται γενικά πληροφορίες, άργησαν να έλθουν στο προσκήνιο της ιστορίας. Εμφανίστηκαν την κλασική αρχαιότητα ως αυτόματοι μετρητές αποστάσεων (οδόμετρα), ή και επεξεργαστές πληροφοριών με σταθερό αλγόριθμο, ενσωματωμένο σε πολύπλοκα συστήματα γραναζιών, όπως ο ημερολογιακός υπολογιστής των Αντικυθήρων. Εδώ για πρώτη φορά εμφανίζεται τμήμα εισόδου δεδομένων, τμήμα επεξεργασίας και τμήμα εξόδου. Οι αριθμομηχανές, τύπου Pascal, ή και πιο εξελιγμένες, κινούνται στην ίδια λογική. Το γενικό χαρακτηριστικό στις μηχανές αυτές είναι ότι η κίνηση πραγματοποιείται στο μακρόκοσμο, είναι ορατή, και καταναλώνουν μηχανική ενέργεια.
Οι μηχανές αυτές, σ’ αντίθεση με τις προηγούμενες, αναλαμβάνουν να εκτελέσουν ανθρώπινες λειτουργίες όχι πλέον μυϊκές ή αισθητηριακές αλλά νοητικές, αναλαμβάνουν να επεξεργάζονται πληροφορίες.
Το γενικό χαρακτηριστικό στις σημερινές υπολογιστικές μηχανές είναι ότι η κίνηση πραγματοποιείται στο μικρόκοσμο, αφού κινούνται μόνο ηλεκτρόνια, είναι κατά συνέπεια αόρατη, (ορισμένοι, εντελώς λανθασμένα, τη θεωρούν άυλη) καταναλώνουν ηλεκτρική ενέργεια, υλοποιούν απεριόριστο αριθμό από αλγόριθμους με ασύλληπτες ταχύτητες και το αποτέλεσμα στην έξοδό τους μπορεί να είναι κείμενο, εικόνα, ήχος ή και συνδυασμός όλων αυτών ή ακόμη και εντολές σε μηχανές του προηγούμενου τύπου για εκτέλεση συγκεκριμένων κινήσεων (αυτοματοποιημένες αλυσίδες παραγωγής)[2]. Τα χαρακτηριστικά αυτά έδωσαν τη δυνατότητα για την ανθρωπομορφική ορολογία που έχουν καθιερώσει οι κατασκευάστριες εταιρείες, ωστόσο η ορολογία αυτή καλύπτει, για τον πολύ κόσμο και κύρια τα παιδιά, τις μηχανές αυτές με ένα πέπλο μυστηρίου στα όρια του δέους. Και το δέος εξαφανίζει κάθε ενδιάθετο ψήγμα κριτικής θεώρησης.
Ο υπολογιστής μου είναι φιλικός! Μα η φιλία αποτελεί μια βαθιά κοινωνική αμοιβαία σχέση στη βάση της ισοτιμίας με πολύ έντονη τη ψυχολογική φόρτιση, χαρακτηριστικά που δεν προσιδιάζουν σε μια μηχανή.
Ο υπολογιστής μου είναι έξυπνος! Μα η εξυπνάδα είναι δώρο της κοινωνίας στον άνθρωπο, προσιδιάζει μόνο σ’ ένα κοινωνικό άτομο ένα. «Η εξυπνάδα δεν είναι άλλο, από τη διανοητική κουλτούρα της ανθρωπότητας, μετασχηματισμένη σε προσωπική ιδιοκτησία, σε αρχή δραστηριότητας του προσώπου. Είναι ο εξατομικευμένος διανοητικός πλούτος της κοινωνίας» γράφει ο Ε. Ιλένκοφ.
Είναι άλλο πράγμα μια έξυπνα κατασκευασμένη μηχανή – και οι Η/Υ είναι αναμφισβήτητα τέτοιοι – και άλλο μια έξυπνη μηχανή. Η ζωή είναι πάντα ασύγκριτα πιο έξυπνη από τον πιο έξυπνο προγραμματιστή, πόσο μάλλον από τη μηχανή που προγραμματίζει.
Ναι αλλά ο Η/Υ νίκησε τον πρωταθλητή του κόσμου στο σκάκι! Πράγματι, μόνο που ο πρωταθλητής δεν έπαιξε με τη συγκεκριμένη μηχανή αλλά με όλους μαζί τους μέχρι τότε πρωταθλητές κόσμου, από το 1880 και μετά, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού του, αφού με αυτά τα δεδομένα είχε προγραμματιστεί η μηχανή που τον νίκησε.
Ο κατάλογος είναι μακρύς για να εξαντληθεί στα πλαίσια μιας ομιλίας, αλλά πρέπει να πούμε ακόμη για την εξομοίωση (ή και προσομοίωση) της πραγματικότητας και την εικονική πραγματικότητα, ότι και εδώ η ορολογία εύκολα παραπλανεί. Δεν πρόκειται για την πραγματικότητα αλλά για αυτό που νομίζει (ή θέλει να νομίζει, ή ενδεχομένως να θέλει να περάσει) ότι είναι η πραγματικότητα, αυτός έφτιαξε το αντίστοιχο πρόγραμμα. Ή, στην καλύτερη περίπτωση, αυτό που πιστεύει η επιστήμη τη στιγμή που φτιάχνεται το πρόγραμμα ότι είναι η πραγματικότητα. Και δεν μιλάμε βέβαια για το επίπεδο της έρευνας ή της εκπαίδευσης επιστημόνων ή για βοήθεια ατόμων με ειδικές ανάγκες, όπου οι δυνατότητες και η αξιοποίηση των Η/Υ είναι εκπληκτικές, ή για περιοχές της πραγματικότητας όπου η μόνη δυνατότητα προσπέλασης είναι η εξομοίωση (π.χ. μικρόκοσμος ή μεγάκοσμος κλπ), αλλά για τη χρήση τέτοιων προγραμμάτων, ή εικονικής πραγματικότητας, για τη διδασκαλία, και μάλιστα εισαγωγική, βασικών επιστημονικών εννοιών στη πρωτοβάθμια εκπαίδευση ή και το Γυμνάσιο. Για το Λύκειο και για ορισμένες έννοιες, όπως η έννοια του ορίου στα Μαθηματικά, ίσως υπάρχουν κάποιες δυνατότητες. Αλλά το να «διδάξεις» την έννοια του παραλληλεπιπέδου (το παράδειγμα δεν είναι ούτε φανταστικό ούτε υποθετικό) με χρήση εικονικής πραγματικότητας, με ηλεκτρόδια στα χέρια και κάσκα στο κεφάλι, σε παιδιά του δημοτικού, γιατί έτσι θα μάθουν λέει πιο γρήγορα τις ιδιότητες του παραλληλεπιπέδου, αυτό δεν είναι μόνο λάθος από γνωσιοθεωρητική άποψη είναι επικίνδυνο και για την σωματική υγεία των παιδιών. Πρόκειται για μια επικίνδυνη ακρότητα.
Ναι αλλά με τον υπολογιστή μπορούμε να βλέπουμε εικόνες που πριν ήταν αδύνατον. Αυτό πράγματι είναι απόλυτα σωστό. Όμως και εδώ έχουμε χάσει το μέτρο. Ζούμε έναν ιδιότυπο ιμπεριαλισμό της εικόνας.
Μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις, λέει μια παλιά Κινέζικη παροιμία. Την εποχή που διατυπώθηκε ήταν πράγματι σοφή, εικόνες προσέφερε μόνο η φύση και το καλλιτεχνικό χέρι του ζωγράφου. Σχεδόν αποκλειστικός φορέας της πληροφορίας ήταν ο λόγος, προφορικός ή γραπτός. Με την αφήγηση ο ακροατής αναπλάθει την εικόνα, τη προσωπική του εικόνα, τη διαμεσολαβημένη δηλαδή από τη προσωπικότητά του και τη ψυχολογική κατάσταση και φόρτιση της στιγμής. Και υπάρχει εδώ σημαντικό στοιχείο δημιουργικότητας, μια λειτουργία σημαντική της σκέψης, της οποίας η εκπαίδευση άρχιζε με της γιαγιάς τα παραμύθια από τη νηπιακή ηλικία.
Η εφεύρεση της φωτογραφικής μηχανής, του κινηματογράφου και οι εξέλιξη των δυνατοτήτων της τυπογραφίας έβαλαν για τα καλά την εικόνα όχι μόνο στην καθημερινή μας ζωή αλλά και στην εκπαίδευση. Τα τελευταία τριάντα χρόνια με την τηλεόραση και τους προσωπικούς υπολογιστές η εικόνα έχει αντικαταστήσει το λόγο ίσως κατά την αναλογία της Κινέζικης παροιμίας, ίσως και περισσότερο. Η παρουσία της εικόνας εκεί που ο λόγος πρέπει να έχει το πρώτο λόγο, μπορεί να εξοικονομεί σχολικό χρόνο, όμως στερεί το μαθητή από τη γόνιμη διαδικασία της ανάπλασης μέσω του λόγου της δικιάς του εικόνας. Ατομικά ο κάθε μαθητής δεν αναπτύσσει τη δημιουργική του φαντασία, και το σύνολο φτωχαίνει σε συλλογική φαντασία. Επέρχεται δηλαδή ένα είδος ομογενοποίησης, αφού όλοι την ίδια εικόνα θα έχουν στο μυαλό τους.
Σε ότι αφορά τώρα τις θετικές επιστήμες, μια εικόνα μπορεί να αξίζει όσο χίλιες λέξεις, ωστόσο χίλιες λέξεις που δεν περιέχουν κανένα στοιχείο συλλογισμού! Όμως ο συλλογισμός, ο λογικός δηλαδή συμπερασμός, αποτελεί αναπόσπαστο οργανικό στοιχείο των επιστημονικών γνώσεων, είτε πρόκειται για προεπιστημονικές εμπειρικές στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο, είτε πρόκειται για γνώσεις οργανωμένες σε αξιωματικό σύστημα, ανεξάρτητα από το βαθμό της αυστηρότητας του συστήματος αυτού, στο Λύκειο. Το να δει το παιδί και να πάρει πληθώρα πληροφοριών και εικόνων, αυτό δε συνιστά σοφία, αν και ο σοφός πρέπει να ξέρει πολλά. Ο ρόλος του σχολείου δεν είναι να διδάξουμε τα παιδιά ένα σύνολο πληροφοριών, ούτε μια ολόκληρη επιστήμη. Αυτό που προέχει είναι να τα βοηθήσουμε να μάθουν να σκέφτονται, να μάθουν να μαθαίνουν. Στο βαθμό που αυτό δεν επιτυγχάνεται η πληθώρα των μη οργανικών, εν τέλει, γνώσεων είναι άχρηστη.
Η χρυσή τελικά αναλογία εικόνας-λόγου δεν είναι δεδομένη, και ο μόνος που μπορεί να έχει την πιο ολοκληρωμένη εκτίμηση γι’ αυτήν είναι ο ζωντανός μορφωμένος δάσκαλος στα χέρια του οποίου ο Η/Υ μπορεί να είναι ένα πολύ σημαντικό εργαλείο.
Μπορεί μήπως ο υπολογιστής να αντικαταστήσει το Δάσκαλο;
Ας συζητήσουμε το θέμα για τις τρυφερές ηλικίες του Δημοτικού και του Γυμνάσιου. Εδώ έχουμε να κάνουμε με παιδιά. Τι είναι όμως το παιδί;
Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Vygotsky, το παιδί δεν μπορεί να κατανοηθεί ως μικρογραφία του ενήλικου, ούτε η διάνοιά του αποτελεί σμίκρυνση της διάνοιας του ενήλικου. Το δρόμο της εξέλιξής του μπορούμε να τον κατανοήσουμε μόνο αν τον σκεφτούμε στους κοινωνικούς του όρους. Και ο δρόμος της εξέλιξης αυτής, δεν είναι αυτός της σταδιακής κοινωνικοποίησης που μεταβιβάζεται στο παιδί απ’ έξω, αλλά η σταδιακή εξατομίκευση που γεννιέται στη βάση της κοινωνικής του υπόστασης. Το παιδί θα πάρει, θα οικειοποιηθεί, από το σύνολο της διανοητικής κουλτούρας της κοινωνίας των μεγάλων, ότι εξατομικεύσει ως οργανικό μεν μέλος της, αλλά διατηρώντας ακέραια όλα τα στοιχεία της αυτοτέλειάς του. Η εξατομίκευση δε αυτή πραγματοποιείται μέσα στα πλαίσια της ζωντανής βιωματικής αλληλεπίδρασης του παιδιού με το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον στην ολότητά τους. Στα πλαίσια της σχολικής πραγματικότητας δεσπόζουσα είναι η αλληλεπίδραση δασκάλου-μαθητή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν άλλες. Και ο δάσκαλος σ’ αυτό το δίπολο δεν αντικαθίσταται.
Η αλληλεπίδραση μηχανής-μαθητή, που πολλοί ισχυρίζονται ότι με κατάλληλα δομημένα προγράμματα επιτυγχάνουν, είναι άλλος ένας μύθος: Ο μαθητής δεν αλληλεπιδρά φυσικά με τη μηχανή αλλά μέσω της μηχανής με τη σκέψη του προγραμματιστή, σκέψη όμως αποστεωμένη και κλεισμένη σε κουτάκια, όσες εναλλακτικές δυνατότητες κι αν έχει προβλέψει. Αλήθεια, αν το παιδί έχει φάει στυφά δαμασκηνά, είναι άκεφο και συμπεριφέρεται αλλόκοτα, πως θα το «καταλάβει» ο υπολογιστής για να αναπροσαρμόσει τη «συμπεριφορά» του; Τέτοιες «αλληλεπιδράσεις» μόνο στην τυποποίηση της σκέψης και του παιδιού, στον ακρωτηριασμό δηλαδή την ευφυίας του, μπορούν να οδηγήσουν. Μόνο εκεί μπορεί να οδηγήσει η, έστω και μερική, αντικατάσταση του δασκάλου.
Ας δούμε όμως τι λέει για το θέμα αυτό η υπάρχουσα εμπειρία, μέσω του Μιχάλη Δερτούζου, που δεν ήταν απλά στην καρδιά των εξελίξεων αλλά μάλλον η καρδιά, αφού από το 1974 μέχρι πρόσφατα που πέθανε ξαφνικά, διηύθυνε το Εργαστήρι ο Η/Υ του Μ.Ι.Τ., πατρίδα του διαδικτύου και γενέτειρα πολλών προϊόντων και διαδικασιών υψηλής τεχνολογίας.
Γράφει λοιπόν στη σελίδα 336 του βιβλίου του «Τι μέλει γενέσθαι» (ή πως ο νέος κόσμος της πληροφορίας θ’ αλλάξει τη ζωή μας), στο κεφάλαιο που σχολιάζει τη μάθηση:
«Από τότε που αναπτύχθηκαν για τα καλά οι υπολογιστές στη δεκαετία του 60, οι ερευνητές προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν την τεχνολογία των πληροφοριών για να βελτιώσουν την εκπαίδευση» και αφού εξιστορεί ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα (π.χ της Logo) συνεχίζει: «Τα παιδιά –και τα παιδιά που είμαστε όλοι μας– προτιμούν να μαθαίνουν μέσω της συγκίνησης που προσφέρει η ανακάλυψη και η συμμετοχή. Ωστόσο, οι μαθητές φαίνεται να μαθαίνουν το ίδιο καλά με λιγότερο εκλεπτυσμένους τεχνολογικά τρόπους. Έκτοτε καταλήξαμε να αναγνωρίσουμε ότι η τεχνολογία από μόνη της, ασχέτως πόσο φανταχτερή ή συναρπαστική είναι, δε βελτιώνει αυτόματα τη διεργασία της μάθησης.
Το γεγονός ότι δεν έγινε κάποιο σημαντικό αποφασιστικό βήμα μέσα σε δύο δεκαετίες δεν πρέπει να ερμηνευτεί σαν έγκριση για τη συνέχιση των παρωχημένων πια διδακτικών μεθόδων και την αποφυγή καινοτομίας. Και ωστόσο ΄΄ο παλιός τρόπος΄΄ είναι προτιμότερος από το να υιοθετηθεί τυφλά στα σχολεία η τεχνολογία των πληροφοριών,Ισε μια ανεύθυνα ευρέως διαδεδομένη κλίμακα, που βασίζεται στην επιθυμία να δείχνουμε μοντέρνοι και στην αφελή υπόθεση ότι, αν η τεχνολογία αναπτυχθεί μαζικά, θα ανθίσουν σίγουρα χιλιάδες εκπαιδευτικά λουλούδια. Καλοπροαίρετοι πολιτικοί συγκαταλέγονται μεταξύ των χειρότερων ενόχων, καθώς απαιτούν γενικές αλλαγές επειδή το θέμα τους φαίνεται σημαντικό και πολύ της μόδας». Κι’ όμως, δεν πρόκειται για καλή προαίρεση, πρόκειται για μια συνειδητή και σχεδιασμένη επιλογή στρατηγικών για την εκπαίδευση, οι οποίες διαμορφώνουν ανθρώπους χωρίς κριτική σκέψη. Ανθρώπους που είναι τέλεια προπονημένοι να οδηγήσουν τις νόρμες της παραγωγικής διαδικασίας ακόμη ψηλότερα, και ταυτόχρονα εντελώς ανίκανοι να αμφισβητήσουν τη σκοπιμότητα της.
Αναμφίβολα στόχος κάθε καλοπροαίρετου είναι η μάθηση. Δυστυχώς όμως δεν διαθέτουμε ένα αυστηρό αναλυτικό ορισμό για την έννοια αυτή. Έτσι μας λείπουν τα αυστηρά κριτήρια για το τι συνιστά μάθηση και τι όχι. Ας δούμε όμως τι λέει και για το θέμα αυτό ο Μ. Δερτούζος: «Η εκπαίδευση δεν είναι απλή μετάδοση γνώσης από δασκάλους σε μαθητές, είναι κάτι πολύ περισσότερο. Ως εκπαιδευτικός μπορώ να πω από πρώτο χέρι ότι το ν’ ανάβεις τη φωτιά της μάθησης στις καρδιές των μαθητών, να τους παρέχεις ήρωες-στόχους και να χτίζεις δεσμούς δασκάλου με μαθητή είναι οι πιο κρίσιμοι παράγοντες για επιτυχή μάθηση. Αυτά τα πρωτεύοντα χρειώδη δεν πρόκειται να μεταδοθούν από την τεχνολογία των πληροφοριών. Έτσι, ακόμα και όταν οι ένορκοι καταλήξουν τελικά, όπως υποπτεύομαι πως θα κάνουν, ότι η Πληροφοριακή Αγορά μπορεί να βελτιώσει ριζικά τον τομέα της μάθησης, η αφοσίωση και η ικανότητα των δασκάλων θα εξακολουθήσει να είναι το σημαντικότερο εκπαιδευτικό εργαλείο».
Τελικά όλα μύθος;
Φυσικά και όχι. Οι υπολογιστές και οι δυνατότητες που ανοίγουν (πολυμέσα, διαδίκτυο-επικοινωνία, πρόσβαση και χειρισμός τεράστιου όγκου πληροφοριών, κ.τ.λ.) στο δάσκαλο είναι κάτι το απόλυτα πραγματικό και σημαντικό. Σε ότι αφορά δε το μαθητή υπάρχει κατά τη γνώμη μας μια προϋπόθεση, ένα κρίσιμο σημείο μετά το οποίο ο υπολογιστής μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό εργαλείο για τη εξατομίκευση της διανοητικής κουλτούρας της εποχής του. Και η προϋπόθεση αυτή δεν είναι άλλη από τη κατάκτηση ενός ολοκληρωμένου και αυτόνομου τρόπου σκέψης και της ικανότητας να μαθαίνει.
Βασική θεωρητική βιβλιογραφία προετοιμασίας για μια κριτική θεώρηση των νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση.
Schaff, A.:1973, Language and Cognition, McGraw-Hill, N, Y, (Μετάφραση Αλάτση) εκδ. Κ, I Ζαχαρόπουλος, Αθήνα .
Vygotski, L.:1934, Σκέψη και Γλώσσα, (μετάφραση, Α. Ρόδη), εκδ.Γνώση, Αθήνα 1988.
Εβαλντ Ιλένκοφ: Τεχνοκρατία και ανθρώπινα ιδεώδη στο σοσιαλισμό, εκδ. Οδυσέας
Christopher Evans: Η επανάσταση των κομπιούτερ, εκδ. Γαλαίος
V. Pekelis: Melanges cybernetiques, editions de Moscou
Μιχάλης Δερτούζος: Τι μέλει γενέσθαι. (Πως ο νέος κόσμος της πληροφορίας θ’ αλλάξει τη ζωή μας). Εκδόσεις Νέα Σύνορα, Αθήνα 1998.
(*) Ο Ευτύχης Παπαδοπετράκης είναι λέκτορας του Μαθηματικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Πατρών. Έχει διδακτορικό τίτλο στην Ιστορία των Μαθηματικών και μάστερ στη Διδακτική τους.
πρωτοδημοσιεύθηκε στο 6ο τεύχος του περιοδικού “Θέματα Παιδείας”
[1] Ο κύριος Χ διηγήθηκε την παραπάνω ιστορία σε σχετική ημερίδα του Συλλόγου ΔΕΠ του Παν/μίου Πατρών την άνοιξη του 2000.
[2] Με την εγκατάσταση μιας τέτοιας αλυσίδας στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η αυτοκινητοβιομηχανία Renault απέλυσε 3000 εργαζόμενους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου